μητροκασιγνήτη: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μητροκᾰσιγνήτη:''' ἡ, [[αδελφή]] από την [[ίδια]] [[μητέρα]], Λατ. [[soror]] uterina, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μητροκᾰσιγνήτη:''' ἡ, [[αδελφή]] από την [[ίδια]] [[μητέρα]], Λατ. [[soror]] uterina, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μητροκᾰσιγνήτη:''' дор. μᾱτροκᾰσιγνήτη ἡ сестра матери, тетка со стороны матери, по по друг. единоутробная сестра Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ματρο-, ἡ,
A = κασιγνήτη ὁμομητρία, uterine sister, A.Eu.962.
German (Pape)
[Seite 179] ἡ, die Mutterschwester, Base, Aesch. Eum. 920 in dor. Form ματροκ.
Greek (Liddell-Scott)
μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, = κασιγνήτη ὁμομητρία, ἀδελφὴ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 692· - διότι αἱ Μοῖραι καὶ αἱ Ἐρινύες ἐγεννήθησαν ἐκ τῆς αὐτῆς μητρός, τῆς Νυκτός, Ἡσ. Θ. 217.
Greek Monolingual
μητροκασιγνήτη, δωρ. τ. ματροκασιγνήτη, ἡ (Α)
αδελφή από τη μητέρα («ὦ μοῑραι ματροκασιγνῆται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κασιγνήτη «αδερφή»].
Greek Monotonic
μητροκᾰσιγνήτη: ἡ, αδελφή από την ίδια μητέρα, Λατ. soror uterina, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μητροκᾰσιγνήτη: дор. μᾱτροκᾰσιγνήτη ἡ сестра матери, тетка со стороны матери, по по друг. единоутробная сестра Aesch.