ἀνήσσητος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνήσσητος:''' Δωρ. -ᾶτος, -ον = [[ἀήσσητος]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀνήσσητος:''' Δωρ. -ᾶτος, -ον = [[ἀήσσητος]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνήσσητος:''' дор. ἀνάσσᾱτος и ἀνήσσατος 2 непобежденный Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀνήσσᾱτος, ον,
A unconquered, Theoc.6.46.
German (Pape)
[Seite 230] unbesiegt, dor. ἀνάσσατοι, Theocr. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήσσητος: Δωρ. ἀνάσσᾱτος καὶ ἀνήσσατος, ον, ὁ μὴ ἡττηθεὶς ἢ ὁ μὴ ἡττώμενος, ἀήττητος, ἀνήσσατοι δ’ ἐγίνοντο Θεόκρ. 6. 45· πρβλ. τὸ συνηθέστερον ἀήσσητος.
Greek Monolingual
ἀνήσσητος, -ον (κ. ἀνήττητος κ. ἀνήσσατος), (Α)
αήττητος, ανίκητος.
Greek Monotonic
ἀνήσσητος: Δωρ. -ᾶτος, -ον = ἀήσσητος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήσσητος: дор. ἀνάσσᾱτος и ἀνήσσατος 2 непобежденный Theocr.