ἰχθυάω: Difference between revisions
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχθυάω:''' ([[ἰχθύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], Επικ. παρατ. <i>ἰχθυάασκον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. <i>ἰχθυάᾳ</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίζω]] (ως ψάρι), σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἰχθυάω:''' ([[ἰχθύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ψαρεύω]], [[αλιεύω]], Επικ. παρατ. <i>ἰχθυάασκον</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. <i>ἰχθυάᾳ</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίζω]] (ως ψάρι), σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχθυάω:''' (только 3 л. sing. praes. ἰχθυάᾳ, aor. iter. ἰχθυάασκον и part. ἰχθυάοντες)<br /><b class="num">1)</b> ловить рыбу, удить (γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Hom.); (вообще) вылавливать (из воды) (δελφῖνάς τε κύνας τε Hom.);<br /><b class="num">2)</b> играть (подобно рыбам), резвиться (δελφῖνες ἰχθυάοντες Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A fish, angle, mostly in Ep. pres. and impf., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.368: c. acc., fish for, αὐτοῦ δ' ἰχθυάα . . δελφῖνας 12.95, cf. Opp.H.1.426:—Med., Lyc.46. II sport (like fish), δελφῖνες . . ἐθύνεον ἰχθυάοντες Hes.Sc.210. III Pass., to be made of fish, ἰχθυώμενος ἄρτος (vulg. ἄργος) Horap.1.14.
German (Pape)
[Seite 1275] fischen; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυάω: (ἰχθὺς) ἁλιεύω, ψαρεύω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ Ἐπικ. ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 368· - μετ’ αἰτ., αὐτοῦ δ’ ἰχθυάᾳ… δελφῖνας, ψαρεύει, Μ 95, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 1. 426· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Λυκόφρ. 46. ΙΙ. παίζω (ὡς ἰχθύς). δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες Ἠσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210. ΙΙΙ. Παθ., ἰχθυώμενος ἄρτος (συνήθ. γραφ. ἀργός), κατεσκευασμένος μετ’ ἰχθύων, Ὡραπόλ. 1. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
3ᵉ sg. prés. ind. épq. ἰχθυάᾳ, ao. itér. ἰχθυάασκον;
pêcher.
Étymologie: ἰχθύς.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ἰχθυάασκον: catch fish, fish, Od. 12.95 and Od. 4.368.
Greek Monotonic
ἰχθυάω: (ἰχθύς)·
I. ψαρεύω, αλιεύω, Επικ. παρατ. ἰχθυάασκον, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. ἰχθυάᾳ, στο ίδ.
II. παίζω (ως ψάρι), σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθυάω: (только 3 л. sing. praes. ἰχθυάᾳ, aor. iter. ἰχθυάασκον и part. ἰχθυάοντες)
1) ловить рыбу, удить (γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Hom.); (вообще) вылавливать (из воды) (δελφῖνάς τε κύνας τε Hom.);
2) играть (подобно рыбам), резвиться (δελφῖνες ἰχθυάοντες Hes.).