εὔοφρυς: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔοφρυς:''' -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὔοφρυς:''' -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔοφρυς:''' υος adj. с красивыми бровями (sc. [[γυνή]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
υ,
A with fine eyebrows, Philostr.Her.19.9, AP5.75 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1085] mit schönen Augenbrauen, Rufin. 19 (V, 76).
Greek (Liddell-Scott)
εὔοφρῠς: υ, ἔχων ὡραίας ὀφρῦς, Ἀνθ. Π. 5. 76.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
aux beaux sourcils.
Étymologie: εὖ, ὀφρύς.
Greek Monolingual
εὔοφρυς, -υ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»].
Greek Monotonic
εὔοφρυς: -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔοφρυς: υος adj. с красивыми бровями (sc. γυνή Anth.).