βροτοστυγής: Difference between revisions
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βροτοστῠγής:''' -ές ([[στυγέω]]), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βροτοστῠγής:''' -ές ([[στυγέω]]), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βροτοστῠγής:''' ненавистный людям (Γοργόνες Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A hated by men, Γοργόνες A.Pr.799; δνόφοι Id.Ch.51 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 465] ές, den Menschen verhaßt, Aesch. Prom. 800; δνόφος Ch. 50.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοστῠγής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων μισούμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 51.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
odieux aux mortels.
Étymologie: βροτός, στυγέω.
Spanish (DGE)
(βροτοστῠγής) -ές
odiado por los mortales Γοργόνες A.Pr.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.Ch.51.
Greek Monolingual
βροτοστυγής, -ές (Α)
ο μισητός από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»].
Greek Monotonic
βροτοστῠγής: -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βροτοστῠγής: ненавистный людям (Γοργόνες Aesch.).