ἄραγμα: Difference between revisions

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄραγμα:''' -ατος, τό ([[ἀράσσω]]), = το επόμ. τυμπάνων [[ἄραγμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄραγμα:''' -ατος, τό ([[ἀράσσω]]), = το επόμ. τυμπάνων [[ἄραγμα]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄραγμα:''' ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄραγμα Medium diacritics: ἄραγμα Low diacritics: άραγμα Capitals: ΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: áragma Transliteration B: aragma Transliteration C: aragma Beta Code: a)/ragma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq.,

   A τυμπάνων ἄ. E.Cyc.205.    II = κάταγμα, Sor.Fract.10.

German (Pape)

[Seite 343] τό, das tönende Schlagen, τυμπάνων Eur. Cycl. 203.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [ᾰ]
1 acción de golpear τυμπάνων E.Cyc.205.
2 medic. fractura Sor.Fract.156.22.

• Etimología: Cf. ἀράσσω.

Greek Monolingual

το (Α ἄραγμα)
νεοελλ.
(για πλοία) προσόρμηση, αγκυροβολιά
αρχ.
χτύπος, θόρυβος από σύγκρουση.

Greek Monotonic

ἄραγμα: -ατος, τό (ἀράσσω), = το επόμ. τυμπάνων ἄραγμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄραγμα: ατος (ᾰρ) τό бряцание (τυμπάνων Eur.).