φρήτρη: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρήτρη:''' ἡ, Ιων. αντί [[φράτρα]]· Επικ. δοτ. <i>φρήτρῃσιν</i>. | |lsmtext='''φρήτρη:''' ἡ, Ιων. αντί [[φράτρα]]· Επικ. δοτ. <i>φρήτρῃσιν</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρήτρη:''' ἡ эп.-ион. (dat. sing. φρήτρῃφιν) = [[φρατρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ion. for φράτρα (q.v.); also φρητρία, IG14.759 (Naples, φητρ- lapis).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, u. φρήτριος, ion. = φράτρα, φράτριος.
Greek (Liddell-Scott)
φρήτρη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ φράτρα, Ἐπικ. δοτ. φρήτρῃφιν.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ion. c. φρατρία.
English (Autenrieth)
(φράτηρ, cf. frater), dat. φρήτρηφιν: clan. (Il.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. φράτρα.
Greek Monotonic
φρήτρη: ἡ, Ιων. αντί φράτρα· Επικ. δοτ. φρήτρῃσιν.
Russian (Dvoretsky)
φρήτρη: ἡ эп.-ион. (dat. sing. φρήτρῃφιν) = φρατρία.