ὀλβοθρέμμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλβοθρέμμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ανατράφηκε [[μέσα]] σε πλούτο, σε πλούσιο [[περιβάλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θρέμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδατο</i>-<i>θρέμμων</i>].
|mltxt=[[ὀλβοθρέμμων]], -ον (Α)<br />αυτός που ανατράφηκε [[μέσα]] σε πλούτο, σε πλούσιο [[περιβάλλον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>θρέμμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υδατο</i>-<i>θρέμμων</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβοθρέμμων:''' 2, gen. ονος вскормленный счастьем (Κῆρες Pind.).
}}
}}

Revision as of 09:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοθρέμμων Medium diacritics: ὀλβοθρέμμων Low diacritics: ολβοθρέμμων Capitals: ΟΛΒΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: olbothrémmōn Transliteration B: olbothremmōn Transliteration C: olvothremmon Beta Code: o)lboqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A nursed amid wealth, Κῆρες Pi.Fr.277.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοθρέμμων: -ον, ὁ τεθραμμένος ἐν ὄλβῳ Κῆρες Πινδάρου Ἀποσπ. 245.

English (Slater)

ὀλβοθρέμμων
   1 reared amid wealth (cf. ὑδατοθρέμμων) Κῆρες ὀλβοθρέμμονες fr. 277 ad fr. 223.

Greek Monolingual

ὀλβοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που ανατράφηκε μέσα σε πλούτο, σε πλούσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. υδατο-θρέμμων].

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοθρέμμων: 2, gen. ονος вскормленный счастьем (Κῆρες Pind.).