ταφήϊος: Difference between revisions
λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰφήϊος:''' -η, -ον , Ιων. αντί [[ταφεῖος]] (σε [[αχρηστία]]), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[ταφή]], που χρησιμεύει στην [[ταφή]], ταφήϊον [[φᾶρος]], [[σεντόνι]] στο οποίο τυλίγεται ο [[νεκρός]], [[σάβανο]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''τᾰφήϊος:''' -η, -ον , Ιων. αντί [[ταφεῖος]] (σε [[αχρηστία]]), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην [[ταφή]], που χρησιμεύει στην [[ταφή]], ταφήϊον [[φᾶρος]], [[σεντόνι]] στο οποίο τυλίγεται ο [[νεκρός]], [[σάβανο]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰφήϊος:''' погребальный ([[φᾶρος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ep. for ταφεῖος (not found),
A of or for a burial, φᾶρος τ. a windingsheet, shroud, Od.2.99; μῆλα, i.e. for sacrifice, A.R.2.840.
German (Pape)
[Seite 1075] ep. u. ion. statt ταφεῖος, zum Begräbnisse, zum Grabe gehörig; φᾶρος, Leichengewand, Od. 2, 99. 19, 144. 24, 134; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 840.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne la sépulture, funéraire.
Étymologie: ταφή.
Greek Monolingual
-ΐη, -ον, Α
(επικ. τ.)
1. ταφεῑος
2. φρ. «φᾱρος ταφήϊον» — σεντόνι με το οποίο τύλιγαν τους νεκρούς, σάβανο (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. πολεμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
τᾰφήϊος: -η, -ον , Ιων. αντί ταφεῖος (σε αχρηστία), αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην ταφή, που χρησιμεύει στην ταφή, ταφήϊον φᾶρος, σεντόνι στο οποίο τυλίγεται ο νεκρός, σάβανο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰφήϊος: погребальный (φᾶρος Hom.).