κυδώνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(22)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυδώνιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> φουσκωμένος σαν [[κυδώνι]] («κυδώνια τιτθία», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυδώνιον]]<br />μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κυδώνιον]] [[μῆλον]]» — ο [[καρπός]] της κυδωνιάς, το [[κυδώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. [[κοδύμαλον]] «[[είδος]] μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με [[επίδραση]] —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου <i>Κυδωνία</i> (φημισμένη [[πόλη]] της αρχ. Κρήτης, σημερινή [[πόλη]] Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές <i>cydoneum</i> και <i>cotoneum</i>, απ' όπου το ιταλ. <i>cotogno</i>, γαλλ. <i>coing</i> κ.λπ.].
|mltxt=[[κυδώνιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> φουσκωμένος σαν [[κυδώνι]] («κυδώνια τιτθία», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κυδώνιον]]<br />μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κυδώνιον]] [[μῆλον]]» — ο [[καρπός]] της κυδωνιάς, το [[κυδώνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. [[κοδύμαλον]] «[[είδος]] μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με [[επίδραση]] —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου <i>Κυδωνία</i> (φημισμένη [[πόλη]] της αρχ. Κρήτης, σημερινή [[πόλη]] Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές <i>cydoneum</i> και <i>cotoneum</i>, απ' όπου το ιταλ. <i>cotogno</i>, γαλλ. <i>coing</i> κ.λπ.].
}}
{{elnl
|elnltext=κυδώνιος -α -ον [Κυδώνιος: uit Kydonia] vrucht, meestal met μῆλα of μηλίδες, kwee-peer. overdr. v. vorm vol:. τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια wat een tieten, zo lekker hard en peervormig! Aristoph. Ach. 1199.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1525] schwellend, üppig, voll wie ein kydonischer Apfel, τιτθία Ar. Ach. 1199. Vgl. κυδωνιάω.

Greek Monolingual

κυδώνιος, -ία, -ον (Α)
1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ.
2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον
μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...»
3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» — ο καρπός της κυδωνιάς, το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ. πληθ. στη φρ. «κυδώνια μήλα» συνδέεται άμεσα με τον αρχαιότερο τ. κοδύμαλον «είδος μικρού σύκου», δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως, και σχηματίστηκε με επίδραση —πιθ. παρετυμολογική— του τοπωνυμίου Κυδωνία (φημισμένη πόλη της αρχ. Κρήτης, σημερινή πόλη Χανιά). Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cydoneum και cotoneum, απ' όπου το ιταλ. cotogno, γαλλ. coing κ.λπ.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδώνιος -α -ον [Κυδώνιος: uit Kydonia] vrucht, meestal met μῆλα of μηλίδες, kwee-peer. overdr. v. vorm vol:. τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια wat een tieten, zo lekker hard en peervormig! Aristoph. Ach. 1199.