κοδύμαλον
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
[ῠ], τό, quince or medlar, Alcm.90; = κυδώνιον, Hsch., who has κοδώνεα, τά, winter figs, or a kind of καρύαι Περσικαί.
German (Pape)
[Seite 1465] τό, eine Apfelart, Quitte, nach Anderen die Mispel, Diosc., vgl. Ath. III, 81 f.
Greek (Liddell-Scott)
κοδύμᾱλον: τό, κυδώνιον· ἢ κατ’ ἄλλους μέσπιλον, Ἀλκμὰν 85, Ἀθήν. 81F, Διοσκ.
Greek Monolingual
κοδύμαλον, τὸ (Α)
κυδώνι ή μούσμουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως].
Frisk Etymological English
Frisk Etymology German
κοδύμαλον: {kodúmalon}
See also: s. κυδώνια (μᾶλα).
Page 1,890