κορυζώδης: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(21) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυζώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που έχει [[συνάχι]], που πάσχει από ρινικό κατάρρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | |mltxt=[[κορυζώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που έχει [[συνάχι]], που πάσχει από ρινικό κατάρρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρυζα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κορυζώδης -ες [κόρυζα] verkouden. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A suffering from catarrh, ἀπὸ κεφαλῆς Hp.Epid. 6.3.3, cf. 2.3.11.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠζώδης: -ες, πάσχων ἐκ κορύζης, κατάρρου, ἀπὸ κεφαλῆς Ἱππ. Ἐπιδημ. 1175Α.
Greek Monolingual
κορυζώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που έχει συνάχι, που πάσχει από ρινικό κατάρρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -ώδης].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυζώδης -ες [κόρυζα] verkouden.