κομμώτρια: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομμώτρια:''' ἡ, θηλ. του [[κομμωτής]], [[καλλωπίστρια]], η [[υπηρέτρια]] που ήταν υπεύθυνη για το [[χτένισμα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''κομμώτρια:''' ἡ, θηλ. του [[κομμωτής]], [[καλλωπίστρια]], η [[υπηρέτρια]] που ήταν υπεύθυνη για το [[χτένισμα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κομμώτρια -ας, ἡ [κομμωτής] kleedster; kapster. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of κομμωτής,
A dresser, tirewoman, Ar.Ec.737, Pl.R.373c, Jul. Caes.335b.
German (Pape)
[Seite 1479] ἡ, fem. zu κομμωτής, die Schmückerinn, das Kammermädchen, welches die Herrinn schmücken u. putzen muß, Ar. Eccl. 737, Plat. Rep. II, 373 c; nach Moeris der attische Ausdruck für das hellenistische ἐμπλέκτρια; vgl. Jacobs zur Anth. 2, 3 p. 62.
Greek (Liddell-Scott)
κομμώτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κομμωτής, ἡ καλλωπίστρια, ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος ὑπηρέτρια, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme de chambre.
Étymologie: κομμόω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κομμώτρια: ἡ, θηλ. του κομμωτής, καλλωπίστρια, η υπηρέτρια που ήταν υπεύθυνη για το χτένισμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομμώτρια -ας, ἡ [κομμωτής] kleedster; kapster.