τριβώνιον: Difference between revisions
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐβώνιον:''' τό Arph., Lys., Luc. = [[τρίβων]] II, 2. | |elrutext='''τρῐβώνιον:''' τό Arph., Lys., Luc. = [[τρίβων]] II, 2. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of τρίβων (A), ib. 33,116, Pl.714,842, al., Lys.32.16, PSI4.418.19 (iii B. C.), PCair.Zen.659.20 (iii B. C.), Alciphr.3.55; dub. in Is.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τρίβων, Ἀριστοφ. Σφ. 33, 116, Πλ. 714, 842, κ. ἀλλ.· Λυσίας 903. 5· τριβώνιον ἔχων πολύθυρον, ἅπαντι ἀνέμῳ ἀναπεπταμένον, καὶ ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1, 2, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριβώνιον· πάλλιον, περιβόλαιον» - «φόρημα κυνικόν, ἱμάτιον παλαιὸν» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit manteau grossier, vêtement misérable.
Étymologie: τρίβων.
Greek Monotonic
τρῐβώνιον: τό, υποκορ. του τρίβω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβώνιον: τό Arph., Lys., Luc. = τρίβων II, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβώνιον -ου, τό, demin. van τρίβων, manteltje.