παράκυψις: Difference between revisions
(31) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους. | |mltxt=ἡ, Α [[παρακύπτω]]<br /><b>1.</b> το να σκύβει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πλάγια]] προκειμένου να δει [[προς]] το εσωτερικό ενός χώρου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ὄνου [[παράκυψις]]» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παράκυψις -εως, ἡ [παρακύπτω] het (nieuwsgierig) om een hoekje kijken, spreekw.. ὄνου π. de nieuwsgierigheid van een ezel Luc. 39.45. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stooping to one side, peeping in, Sm.3 Ki.7.4(41): prov. ὄνου π., of those who bring frivolous actions, Men.246, cf. Zen. 5.39.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, das Hineingucken, D. Cass. 76, 9; ὄνου παρ., sprichwörtlich, Men. bei Zenob. 5, 39; vgl. Luc. Asin. 45.
Greek (Liddell-Scott)
παράκυψις: -εως, ἡ, τὸ κύπτειν πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κύπτειν καὶ βλέπειν ἐντός. - Παροιμ., ὅνου παράκυψις, «ἐπὶ ταῶν καταγελάστως.. συκοφαντουμένων εὕρηται ἡ παροιμία» Μένανδρος ἐν «Ἱερείᾳ» 1, πρβλ. Ζηνόβ. 5, 39.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρακύπτω
1. το να σκύβει κανείς προς τα πλάγια προκειμένου να δει προς το εσωτερικό ενός χώρου
2. παροιμ. φρ. «ὄνου παράκυψις» — λέγεται για άτομα που περιπαίζονται ή συκοφαντούνται από όλους.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκυψις -εως, ἡ [παρακύπτω] het (nieuwsgierig) om een hoekje kijken, spreekw.. ὄνου π. de nieuwsgierigheid van een ezel Luc. 39.45.