πετρήεις: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πετρήεις:''' -εσσα, -εν ([[πέτρα]]), [[πετρώδης]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | |lsmtext='''πετρήεις:''' -εσσα, -εν ([[πέτρα]]), [[πετρώδης]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A rocky, in Hom. always epith. of places, Αὐλίς, Πυθών, Καλυδών, Il.2.496,519,640; νῆσος Od.4.844; γλάφυ πετρῆεν Hes.Op.533. II haunting rocks, ἰουλίς AP7.504.5 (Leon.); ἠχώ APl.4.154 (Luc. or Arch.).
German (Pape)
[Seite 606] εσσα, εν, felsig, steinig, voll von Felsen od. von Steinen; bei Hom. stets Beiwort eines Landes, einer Insel, Αὖλις, Πυθών, Καλυδών, Il. 2, 496. 529. 640, νῆσος, Od. 4, 844; γλαφὺ πετρῆεν, Hes. O. 535; πετραέσσας Πυθῶνος, Pind. Ol. 6, 48; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πετρήεις: εσσα, εν, (πέτρα) βραχώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. χωρῶν, Αὐλίς, Πύθων, Καλυδὼν Ἰδ. Β. 496, 519, κτλ.· νῆσος Ὀδ. Δ. 844· γλάφυ πετρῆεν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
plein de rochers, rocailleux.
Étymologie: πέτρα.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: rocky.
Greek Monolingual
-εν Α
1. (για περιοχές) πετρώδης, βραχώδης
2. αυτός που ζει, που συχνάζει σε πετρώδη μέρη
3. εκείνος που αποτελείται από πέτρες («πετρήεντε... χιτῶνι», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].
Greek Monotonic
πετρήεις: -εσσα, -εν (πέτρα), πετρώδης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετρήεις -ήεσσα -ῆεν, Dor. πετρᾱ́εις [πέτρα] rotsig, rotsachtig.