δεκάρχης: Difference between revisions
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάρχης:''' -ου, ὁ, = [[δεκαδάρχης]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δεκάρχης:''' -ου, ὁ, = [[δεκαδάρχης]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δεκάρχης -ου, ὁ [δέκα, ἄρχω] commandant over tien man (decurion). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = δεκαδάρχης, decurion, Hdt.7.81; = Lat. decurio (in form δέκαρχος), Arr.Alan.22, D.C.71.27. II = Lat. decemvir, f.l. in D.H.2.14.
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, Anführer von zehn Mann, Her. 7, 81. S. δέκαρχος, δεκάδαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάρχης: -ου, ὁ, = δεκαδάρχης, δεκανεύς, Ἡρόδ. 7. 81. ΙΙ. ὁ Ρωμαῖος decemvir, Διον. Ἁλ. 2. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 commandant de dix hommes, décurion;
2 à Rome décemvir.
Étymologie: δέκα, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ milit., en el ejército persa decarca, oficial al mando de diez hombres, decurión Hdt.7.81, cf. Hld.9.10.3
•en el ejército romano, D.H.2.14 (var., cf. δεκάδαρχος), cf. Gloss.58.47P.
Greek Monolingual
ο (AM δεκάρχης)
ο επικεφαλής δέκα ανδρών
νεοελλ.
βαθμοφόρος του σώματος της τελωνοφυλακής
αρχ.
(λατ. decemvir) ένας από το σώμα τών δεκάνδρων.
Greek Monotonic
δεκάρχης: -ου, ὁ, = δεκαδάρχης, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάρχης -ου, ὁ [δέκα, ἄρχω] commandant over tien man (decurion).