τρυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(42)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για τα ορτύκια) [[εκβάλλω]] γογγυστικό ήχο, [[τρύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) <i>τρυλίζει</i><br />«ὀδύρεται»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[κοιλιά]] και τα έντερα) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του ρ. [[τρύζω]], αναλογικά [[προς]] το [[θρυλίζω]].
|mltxt=ΝΜΑ<br />(για τα ορτύκια) [[εκβάλλω]] γογγυστικό ήχο, [[τρύζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) <i>τρυλίζει</i><br />«ὀδύρεται»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[κοιλιά]] και τα έντερα) [[γουργουρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του ρ. [[τρύζω]], αναλογικά [[προς]] το [[θρυλίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρυλίζω onomat. knorren (van de maag).
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡλίζω Medium diacritics: τρυλίζω Low diacritics: τρυλίζω Capitals: ΤΡΥΛΙΖΩ
Transliteration A: trylízō Transliteration B: trylizō Transliteration C: trylizo Beta Code: truli/zw

English (LSJ)

   A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡλίζω: θρυλίζω, ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ τρύζω).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει
«ὀδύρεται»
αρχ.
1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυλίζω onomat. knorren (van de maag).