κατάκλυσμα: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(19) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]]. | |mltxt=[[κατάκλυσμα]], τὸ (Α) [[κατακλύζω]]<br />το καθάρσιο ή το [[κλύσμα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατά-κλυσμα -ατος, τό [κατακλύζω] darmspoeling. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A purge or clyster, Hp.Salubr.5.
German (Pape)
[Seite 1354] τό, das Klystier, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκλυσμα: τό, καθάρσιον ἢ κλύσμα, Ἱππ. 338. 27.
Greek Monolingual
κατάκλυσμα, τὸ (Α) κατακλύζω
το καθάρσιο ή το κλύσμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-κλυσμα -ατος, τό [κατακλύζω] darmspoeling.