διάνημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
(1b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διάνημα:''' ατος τό [[νέω]] III] нити, пряжа Plat.
|elrutext='''διάνημα:''' ατος τό [[νέω]] III] нити, пряжа Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάνημα Medium diacritics: διάνημα Low diacritics: διάνημα Capitals: ΔΙΑΝΗΜΑ
Transliteration A: diánēma Transliteration B: dianēma Transliteration C: dianima Beta Code: dia/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.