πανέστιος: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την [[οικοσκευή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πᾰνέστιος:''' -ον ([[ἑστία]]), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την [[οικοσκευή]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πανέστιος -ον [πᾶς, ἑστία] met het hele gezin.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνέστιος Medium diacritics: πανέστιος Low diacritics: πανέστιος Capitals: ΠΑΝΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: panéstios Transliteration B: panestios Transliteration C: panestios Beta Code: pane/stios

English (LSJ)

ον, (ἑστία)

   A with all the household, Plu.Sol.24.

German (Pape)

[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.

Greek Monolingual

-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].

Greek Monotonic

πᾰνέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την οικοσκευή, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανέστιος -ον [πᾶς, ἑστία] met het hele gezin.