σχόμενος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[ἔχω]]· προστ. [[σχοῦ]]. | |lsmtext='''σχόμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του [[ἔχω]]· προστ. [[σχοῦ]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχόμενος part. them. aor. med. van ἔχω. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ἔχω. σχονθύλλω, = τονθορύζω, Hsch. σχῦρ, ὁ, = χήρ, hedgehog, Id. σχῶ, σχῶμεν, σχών, v. ἔχω. σῶ, v. σάω, σήθω. σῷ, Att. contr. for σῶοι. σωάδδει, v. σῴζω.
Greek (Liddell-Scott)
σχόμενος: σχοῦ, ἴδε ἐν λ. ἔχω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 Moy. de ἔχω.
English (Autenrieth)
see ἔχω.
Greek Monotonic
σχόμενος: μτχ. Μέσ. αορ. αʹ του ἔχω· προστ. σχοῦ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχόμενος part. them. aor. med. van ἔχω.