σπευστικός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(4)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπευστικός Medium diacritics: σπευστικός Low diacritics: σπευστικός Capitals: ΣΠΕΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: speustikós Transliteration B: speustikos Transliteration C: spefstikos Beta Code: speustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A hasty, Arist.EN1125a14. Adv. -κῶς EM738.27.

German (Pape)

[Seite 921] eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.

Greek (Liddell-Scott)

σπευστικός: -ή, -όν, σπεύδων, «βιαστικός», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπευστός
αυτός που σπεύδει, βιαστικός.
επίρρ...
σπευστικῶς
βιαστικά.

Russian (Dvoretsky)

σπευστικός: торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπευστικός -ή -όν [σπεύδω] geneigd zich te haasten, haastig.