Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγανοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγανοβλέφαρος:''' ласково смотрящий Anth.
}}
}}

Revision as of 11:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰνοβλέφαρος Medium diacritics: ἀγανοβλέφαρος Low diacritics: αγανοβλέφαρος Capitals: ΑΓΑΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: aganoblépharos Transliteration B: aganoblepharos Transliteration C: aganovlefaros Beta Code: a)ganoble/faros

English (LSJ)

ον,

   A mild-eyed, Πειθώ Ibyc.5, cf.AP9.604 (Nossis).

German (Pape)

[Seite 9] ἡ, holdäugig, Noss. 9 (IX, 604); Πειθώ Ibyc. frg. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγᾰνοβλέφαρος: -ον, ὁ γλυκεῖς ἔχων ὀφθαλμούς, Πειθώ, Ἴβυκ. 4., Ἀνθ. Π. 9. 604.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux regard.
Étymologie: ἀγανός, βλέφαρον.

Spanish (DGE)

(ἀγᾰνοβλέφᾰρος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
de ojos benévolos Πειθώ Ibyc.7.3
subst. ἡ ἀ. AP 9.604 (Noss.).

Greek Monotonic

ἀγᾰνοβλέφᾰρος: -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, γλυκό βλέμμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγανοβλέφαρος: ласково смотрящий Anth.