πάμφλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πάμφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμφλεκτος:''' ярко пылающий (βωμοί, [[πῦρ]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφλεκτος Medium diacritics: πάμφλεκτος Low diacritics: πάμφλεκτος Capitals: ΠΑΜΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: pámphlektos Transliteration B: pamphlektos Transliteration C: pamflektos Beta Code: pa/mflektos

English (LSJ)

ον,

   A all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.

German (Pape)

[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.

Greek Monolingual

πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].

Greek Monotonic

πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).