ὅριος: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὅριος:''' -ον ([[ὅρος]]), [[συνοριακός]], [[Ζεὺς]] [[ὅριος]], [[φύλακας]] των σημαδιών που καθορίζουν τα [[σύνορα]], Λατ. [[Terminus]], σε Δημ.
|lsmtext='''ὅριος:''' -ον ([[ὅρος]]), [[συνοριακός]], [[Ζεὺς]] [[ὅριος]], [[φύλακας]] των σημαδιών που καθορίζουν τα [[σύνορα]], Λατ. [[Terminus]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὅριος:''' пограничный, охраняющий рубежи ([[Ζεύς]] Plat.; [[θεός]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅριος Medium diacritics: ὅριος Low diacritics: όριος Capitals: ΟΡΙΟΣ
Transliteration A: hórios Transliteration B: horios Transliteration C: orios Beta Code: o(/rios

English (LSJ)

ον, (ὅρος)

   A of boundaries, Ζεὺς ὅριος guardian of boundaries and landmarks, Pl.Lg.842e, D.7.39.    II = Lat. Terminus, D.H.2.74, Plu.Num.16.

German (Pape)

[Seite 378] die Gränze betreffend; Ζεὺς ὅριος, der Beschützer der Gränzen, Plat. Legg. VIII, 842 e, wie Dem. 7, 40; θεός, Plut. Num. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὅριος: -ον, (ὅρος) ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὅρια, Ζεὺς ὅριος, ὁ φύλαξ τῶν συνόρων καὶ τῶν ὁρίων, ἤτοι τῶν σημείων ἰδιοκτησίας, Λατιν. Terminus, Πλάτ. Νόμ. 842Ε, Δημ. 86. 16, Διον. Ἁλ. 2. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
protecteur des limites, des bornes en parl. de Zeus, du dieu Terme, à Rome.
Étymologie: ὅρος.

Greek Monotonic

ὅριος: -ον (ὅρος), συνοριακός, Ζεὺς ὅριος, φύλακας των σημαδιών που καθορίζουν τα σύνορα, Λατ. Terminus, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὅριος: пограничный, охраняющий рубежи (Ζεύς Plat.; θεός Plut.).