τριώβολον: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τριώβολον:''' τό ([[ὀβολός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νόμισμα]] τριων οβολών, μισή [[δραχμή]]· στην Αθήνα ήταν ο [[μισθός]] των δικαστών για [[κάθε]] ημερήσια [[συνεδρία]]· ο [[μισθός]] αυτός ορίστηκε [[πρώτα]] από τον Περικλή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[μισθός]] των οπλιτών (<i>ἐπιβατῶν</i>) στα καράβια, σε Θουκ.
|lsmtext='''τριώβολον:''' τό ([[ὀβολός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[νόμισμα]] τριων οβολών, μισή [[δραχμή]]· στην Αθήνα ήταν ο [[μισθός]] των δικαστών για [[κάθε]] ημερήσια [[συνεδρία]]· ο [[μισθός]] αυτός ορίστηκε [[πρώτα]] από τον Περικλή, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[μισθός]] των οπλιτών (<i>ἐπιβατῶν</i>) στα καράβια, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐώβολον:''' τό (монета в) три обола Thuc., Xen. etc. (три обола были дневным жалованьем солдатам морской пехоты, членам суда и экклесии).
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώβολον Medium diacritics: τριώβολον Low diacritics: τριώβολον Capitals: ΤΡΙΩΒΟΛΟΝ
Transliteration A: triṓbolon Transliteration B: triōbolon Transliteration C: triovolon Beta Code: triw/bolon

English (LSJ)

Dor. τριώδελον (q. v.), τό, (ὀβολός)

   A three-obol-piece, half-drachma, οὐκ ἄξιος τριωβόλου Nicopho 12, cf. Ar.Pl.125; ὀψωνεῖν μέχρι τριωβόλου Eub.88, etc.—At Athens, this was    1 pay of the dicasts or jurymen for a day's sitting in court, Ar.Eq.51,800, etc.    2 pay given to the members of the ἐκκλησία whenever they chose to attend, first given about 392 B.C., Id.Ec.292,308.    3 pay of the marine soldiery (ἐπιβάται), Th.8.45, X.HG1.5.7, etc.    4 a tax paid by μέτοικοι (or perh. by freedment who became such), Men.35.    II a weight of three obols, Sor.1.63.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
pièce de monnaie de trois oboles.
Étymologie: τρεῖς, ὀβολός.

Greek Monotonic

τριώβολον: τό (ὀβολός),
1. νόμισμα τριων οβολών, μισή δραχμή· στην Αθήνα ήταν ο μισθός των δικαστών για κάθε ημερήσια συνεδρία· ο μισθός αυτός ορίστηκε πρώτα από τον Περικλή, σε Αριστοφ.
2. ο μισθός των οπλιτών (ἐπιβατῶν) στα καράβια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐώβολον: τό (монета в) три обола Thuc., Xen. etc. (три обола были дневным жалованьем солдатам морской пехоты, членам суда и экклесии).