οὐκ: Difference between revisions
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὐκ:''' αντί οὐ, [[πριν]] από ψιλόπνοο [[φωνήεν]], και στην Ιων. αντί <i>οὐχ</i>[[πριν]] από δασύπνοο [[φωνήεν]]. | |lsmtext='''οὐκ:''' αντί οὐ, [[πριν]] από ψιλόπνοο [[φωνήεν]], και στην Ιων. αντί <i>οὐχ</i>[[πριν]] από δασύπνοο [[φωνήεν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὐκ:''' (перед гласным и в конце предложения) = οὐ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. οὐ G.
Greek (Liddell-Scott)
οὐκ: ἴδε οὐ ἐν ἀρχῇ καὶ Β. 1.
French (Bailly abrégé)
v. οὐ.
English (Autenrieth)
see οὐ.
Greek Monotonic
οὐκ: αντί οὐ, πριν από ψιλόπνοο φωνήεν, και στην Ιων. αντί οὐχπριν από δασύπνοο φωνήεν.
Russian (Dvoretsky)
οὐκ: (перед гласным и в конце предложения) = οὐ.