ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἅμιππος:''' быстрый как конь ([[Βορεάς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιππος Medium diacritics: ἅμιππος Low diacritics: άμιππος Capitals: ΑΜΙΠΠΟΣ
Transliteration A: hámippos Transliteration B: hamippos Transliteration C: amippos Beta Code: a(/mippos

English (LSJ)

ον,

   A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.).    II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12.    2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.

German (Pape)

[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.

Greek Monolingual

ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.

Greek Monotonic

ἅμιππος: -ον, I. αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. ταχύς σαν άλογο, σε Σοφ.
II. ἅμιπποι, οἱ, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἅμιππος: быстрый как конь (Βορεάς Soph.).