γενεθλιακός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενεθλιᾰκός:''' -ή, -όν ([[γενέθλιος]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[ημέρα]] των γενεθλίων, σε Ανθ.
|lsmtext='''γενεθλιᾰκός:''' -ή, -όν ([[γενέθλιος]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[ημέρα]] των γενεθλίων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γενεθλιακός:''' <b class="num">II</b> ὁ составитель гороскопов, астролог Gell.<br />связанный с рождением: ὧραι γενεθλιακαί Anth. день рождения.
}}
}}

Revision as of 11:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενεθλιᾰκός Medium diacritics: γενεθλιακός Low diacritics: γενεθλιακός Capitals: ΓΕΝΕΘΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: genethliakós Transliteration B: genethliakos Transliteration C: genethliakos Beta Code: geneqliako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to a birthday, ὧραι AP6.321 (Leon.); ἡμέρα Vett. Val.26.14, al., cf. Ph.2.529.    II = γενεθλιαλόγος, Gal.15.441, cf. Gell.14.1.1.

German (Pape)

[Seite 481] zum Geburtstag gehörig; ὧραι, Geburtstag, Leon. Al. 26 (IX, 353); ὁ, Nativitätssteller, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

γενεθλιᾰκός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὰ γενέθλια ἀνήκων, Ἀνθ.II. 6. 321. ΙΙ. = γενεθλιαλόγος, Γαλην., πρβλ. Γέλλ. 14. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le jour de la naissance;
2 subst.γενεθλιακός tireur d’horoscope.
Étymologie: γενέθλιος.

Spanish (DGE)

(γενεθλιᾰκός) -ή, -όν
I que concierne al momento del nacimiento, natalicio ὧραι AP 6.321 (Leon.Alex.), ἡμέρα Vett.Val.25.16, ἔτη Vett.Val.242.8, κέντρα Vett.Val.418.10.
II subst. ὁ γ.
1 autor de horóscopos, astrólogo Gell.14.1.1, Aug.Ciu.22.28.
2 natalicio, aniversario αἱ γενεθλιακαὶ αὐτοκράτορος Ph.2.529, Ἀπελλᾷ γ. discurso de cumpleaños (dedicado) a Apeles Aristid.Or.30 tít.

Greek Monolingual

γενεθλιακός, -ή, -όν (AM) γενέθλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση («γενεθλιακαὶ ὦραι»)
2. φρ. «γενεθλιακή πανήγυρις» — τα Χριστούγεννα.

Greek Monotonic

γενεθλιᾰκός: -ή, -όν (γενέθλιος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την ημέρα των γενεθλίων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γενεθλιακός: II ὁ составитель гороскопов, астролог Gell.
связанный с рождением: ὧραι γενεθλιακαί Anth. день рождения.