τύ: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τύ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. ονομ. αντί <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αιτ. αντί <i>σέ</i>. | |lsmtext='''τύ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. ονομ. αντί <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αιτ. αντί <i>σέ</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύ:''' дор. = σύ; дор. энкл. = σέ (acc. к σύ). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τυ,
A v. σύ.
German (Pape)
[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.
Greek (Liddell-Scott)
τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σύ.
English (Slater)
τύ v. σύ.
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. εσύ.———————— (II)
Α
βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., αντί οἱ.———————— (III)
Α
βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. αντί τῷ.
Greek Monotonic
τύ:I. Δωρ. ονομ. αντί σύ.
II. Δωρ. αιτ. αντί σέ.
Russian (Dvoretsky)
τύ: дор. = σύ; дор. энкл. = σέ (acc. к σύ).