ἰσχναντικός: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]].
|mltxt=[[ἰσχναντικός]], -ή, -όν (Α) [[ισχναίνω]]<br />αυτός που επιφέρει [[ίσχνανση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχναντικός:''' делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:53, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχναντικός Medium diacritics: ἰσχναντικός Low diacritics: ισχναντικός Capitals: ΙΣΧΝΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ischnantikós Transliteration B: ischnantikos Transliteration C: ischnantikos Beta Code: i)sxnantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.

German (Pape)

[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.

Greek Monolingual

ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχναντικός: делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).