ταπεινόφρων: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰπεινόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ταπεινός]] στο [[πνεύμα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''τᾰπεινόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[ταπεινός]] στο [[πνεύμα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰπεινόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> павший духом, малодушный Plut.;<br /><b class="num">2)</b> смиренный NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A mean-spirited, base, Plu.2.336e. 2 in good sense, lowly in mind, humble, LXX Pr.29.23, 1 Ep.Pet.3.8.
German (Pape)
[Seite 1069] ονος, niedrig gesinnt, niedergeschlagenes Sinnes, kleinmüthig, Plut. de fort. Alex. 2, 4. – Auch demüthig, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ταπεινὰ φρονῶν, χαμερπής, Πλούτ. 2. 336Ε. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας ὁ ταπεινὸς τὸ φρόνημα, ταπεινός, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΘ΄, 23), Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ων ; gén. ονος (ὁ, ἡ)
qui a des sentiments peu élevés, pusillanime.
Étymologie: ταπεινός, φρήν.
Greek Monotonic
τᾰπεινόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ταπεινός στο πνεύμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰπεινόφρων: 2, gen. ονος
1) павший духом, малодушный Plut.;
2) смиренный NT.