γυμνωτέος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''γυμνωτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[γυμνόω]], πρέπει [[κανείς]] να απογυμνώσει· <i>τινός</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.
}}
}}

Revision as of 12:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνωτέος Medium diacritics: γυμνωτέος Low diacritics: γυμνωτέος Capitals: ΓΥΜΝΩΤΕΟΣ
Transliteration A: gymnōtéos Transliteration B: gymnōteos Transliteration C: gymnoteos Beta Code: gumnwte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be stripped of, τινός Pl.R.361c.    II γυμνωτέον, one must strip, Gal.10.448: pl., -τέα Them.Or.23.294c.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνωτέος: -α, -ον, ὃν πρέπει να ἀπογυμνώσῃ ἢ νὰ ἀποστερήσῃ τις, τινὸς Πλάτ. Πολιτ. 361C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de γυμνόω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de pers. que debe ser privado de c. gen. γ. δὴ πάντων πλὴν δικαιοσύνης Pl.R.361c.
2 de palabras que debe ser puesto en evidencia ὅμως δὲ ἔτι καὶ μᾶλλον ἀποκαλυπτέα καὶ γυμνωτέα Them.Or.23.294c.

Greek Monotonic

γυμνωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του γυμνόω, πρέπει κανείς να απογυμνώσει· τινός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνωτέος -α -ον, adj. verb. van γυμνόω, die ontdaan moet worden (van), met gen.