μέλπηθρον: Difference between revisions
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
(5) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέλπηθρον:''' τό ([[μέλπω]]), [[τραγούδι]] που συνοδεύεται από χορό, εορταστικό [[άθλημα]], κυνῶν [[μέλπηθρα]], [[άθλημα]] για σκυλιά, όπου αρπάζουν κατασπαραγμένα [[μέλη]] θηραμάτων, κυσὶ [[μέλπηθρα]] [[γενέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μέλπηθρον:''' τό ([[μέλπω]]), [[τραγούδι]] που συνοδεύεται από χορό, εορταστικό [[άθλημα]], κυνῶν [[μέλπηθρα]], [[άθλημα]] για σκυλιά, όπου αρπάζουν κατασπαραγμένα [[μέλη]] θηραμάτων, κυσὶ [[μέλπηθρα]] [[γενέσθαι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέλπηθρον:''' τό увеселение, развлечение: κυσὶ [[μέλπηθρα]] [[γενέσθαι]] Hom. быть отданным псам на поругание. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 128] τό (eigtl. Gesang u. Tanz, vgl. μολπή), Ergötzlichkeit, Spiel; μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ' αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, d. i. unbestattet, ein Spiel der Hunde werden, Il. 13, 233, wie Πάτροκλον Τρωῇσι κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, 17, 255. 18, 179.
Greek (Liddell-Scott)
μέλπηθρον: τό, (μέλπω) κυρίως, τὸ ᾆσμα μετὰ χοροῦ, (μόνον ἐν τῆ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἀτάφου πτώματος, κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο, λεία τῶν κυνῶν, τέρψις αὐτῶν, Ν. 233· κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Σ. 255., Τ. 176· πρβλ. μολπή. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μέλπηθρα· σπαράγματα. παίγνια· ἑλκύσματα».
English (Autenrieth)
plaything, pl. sport; κυνῶν, κυσίν, Ν 233, Il. 17.255. (Il.)
Greek Monotonic
μέλπηθρον: τό (μέλπω), τραγούδι που συνοδεύεται από χορό, εορταστικό άθλημα, κυνῶν μέλπηθρα, άθλημα για σκυλιά, όπου αρπάζουν κατασπαραγμένα μέλη θηραμάτων, κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
μέλπηθρον: τό увеселение, развлечение: κυσὶ μέλπηθρα γενέσθαι Hom. быть отданным псам на поругание.