ἀπογηράσκω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογηράσκω:''' μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
|lsmtext='''ἀπογηράσκω:''' μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογηράσκω:''' стариться, стареть Arst.
}}
}}

Revision as of 12:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπογηράσκω Medium diacritics: ἀπογηράσκω Low diacritics: απογηράσκω Capitals: ΑΠΟΓΗΡΑΣΚΩ
Transliteration A: apogēráskō Transliteration B: apogēraskō Transliteration C: apogirasko Beta Code: a)poghra/skw

English (LSJ)

   A grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr.HP7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα . . ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.

French (Bailly abrégé)

vieillir.
Étymologie: ἀπό, γηράσκω.

Spanish (DGE)

envejecer de pers. ἀπογηράσκοντας ... τοκῆας Thgn.821, cf. Hp.Aph.2.20, Morb.2.55, Arist.PA 658b20, Alex.278 (cód.)
del narciso, Thphr.HP 7.13.6, del vino, Plu.2.702c, ὅσσαι δέ κα τᾶν ἀμπέλων ἀπογηράσκωντι TEracl.1.170, δυνάμεις Plu.2.1129d.

Greek Monotonic

ἀπογηράσκω: μέλ. -γηράσομαι [ᾱ], γερνώ, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογηράσκω: стариться, стареть Arst.