συνεθιστέον: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''συνεθιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνεθίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συνηθίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R.520c. II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, folld. by infs., Plu.2.522d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.
Greek Monotonic
συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.