χεζητιάω: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χεζητιάω:''' εφετικό του [[χέζω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χεζητιάω:''' εφετικό του [[χέζω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χεζητιάω:''' Arph. desiderat. к [[χέζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Desiderat. of χέζω,
A want to ease oneself, Ar.Nu.1387, Ra.8, al.
German (Pape)
[Seite 1341] wie χεσείω, desid. von χέζω, scheißern, Drang zum Stuhlgang haben, Ar. Nubb. 1369 Av. 700 Ran. 8 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
χεζητιάω: ἐφετικὸν τοῦ χέζω, αἰσθάνομαι τάσιν πρὸς κένωσιν τῶν περιττωμάτων σὺ δ’ ἐμὲ νῦν ἀπάγχων βοῶντα καὶ κεκραγόθ’ ὅτι χεζητιῴην, οὐκ ἔτλης ἔξω ἐξενεγκεῖν, ὦ μιαρέ, θύραζέ μ’ ἀλλὰ πνιγόμενος αὐτοῦ ’ποίησα κακκᾶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1387, Βάτρ. 8. κ. ἀλλ.· πρβλ. χεσείω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir envie d’aller à la selle, de chier.
Étymologie: χέζω.
Greek Monotonic
χεζητιάω: εφετικό του χέζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χεζητιάω: Arph. desiderat. к χέζω.