πηνήκη: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πηνίκη]], ἡ, Α<br />[[φενάκη]], [[περούκα]], τεχνητή [[κόμη]] («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πήνη]], [[κατά]] το [[φενάκη]] «τεχνητή [[κόμη]]»]. | |mltxt=και δ. γρφ. [[πηνίκη]], ἡ, Α<br />[[φενάκη]], [[περούκα]], τεχνητή [[κόμη]] («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρέπει]] να έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πήνη]], [[κατά]] το [[φενάκη]] «τεχνητή [[κόμη]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηνήκη:''' v. l. [[πηνίκη]] ἡ парик Arph., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distd. from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].
Russian (Dvoretsky)
πηνήκη: v. l. πηνίκη ἡ парик Arph., Luc.