ἱππηλάτα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱππηλάτᾰ:''' ὁ, Επικ. αντί [[ἱππηλάτης]].
|lsmtext='''ἱππηλάτᾰ:''' ὁ, Επικ. αντί [[ἱππηλάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱππηλάτᾰ:''' (λᾰ) ὁ (только nom.) Hom. = [[ἱππηλάτης]].
}}
}}

Revision as of 13:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, ep. = ἱππηλάτης, bei Hom. ehrendes Beiwort der Helden, die vom Wagen kämpfen, der Reisige, Τυδεύς Il. 4, 387, Πηλεύς 7, 125, Φοίνιξ 9, 432, Οἰνεύς 581, Νέστωρ Od. 3, 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηλάτᾰ: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἱππηλάτης, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἱππηλάτα Τυδεὺς Ἰλ. Δ. 387,κτλ, ἴδε ἱππηλάτης.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
seul. nom. épq.
qui conduit un char.
Étymologie: cf. ἱππηλάτης.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω), for -άτης: driver of steeds, chariot-fighter, knight.

Greek Monotonic

ἱππηλάτᾰ: ὁ, Επικ. αντί ἱππηλάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἱππηλάτᾰ: (λᾰ) ὁ (только nom.) Hom. = ἱππηλάτης.