ἱππηλάτα
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, ep. = ἱππηλάτης, bei Hom. ehrendes Beiwort der Helden, die vom Wagen kämpfen, der Reisige, Τυδεύς Il. 4, 387, Πηλεύς 7, 125, Φοίνιξ 9, 432, Οἰνεύς 581, Νέστωρ Od. 3, 436.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
seul. nom. épq.
qui conduit un char.
Étymologie: cf. ἱππηλάτης.
Russian (Dvoretsky)
ἱππηλάτᾰ: (λᾰ) ὁ (только nom.) Hom. = ἱππηλάτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηλάτᾰ: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἱππηλάτης, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἱππηλάτα Τυδεὺς Ἰλ. Δ. 387,κτλ, ἴδε ἱππηλάτης.
English (Autenrieth)
(ἐλαύνω), for -άτης: driver of steeds, chariot-fighter, knight.
Greek Monotonic
ἱππηλάτᾰ: ὁ, Επικ. αντί ἱππηλάτης.