ἱππηλάτα

From LSJ

German (Pape)

[Seite 1258] ὁ, ep. = ἱππηλάτης, bei Hom. ehrendes Beiwort der Helden, die vom Wagen kämpfen, der Reisige, Τυδεύς Il. 4, 387, Πηλεύς 7, 125, Φοίνιξ 9, 432, Οἰνεύς 581, Νέστωρ Od. 3, 436.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
seul. nom. épq.
qui conduit un char.
Étymologie: cf. ἱππηλάτης.

Russian (Dvoretsky)

ἱππηλάτᾰ: (λᾰ) ὁ (только nom.) Hom. = ἱππηλάτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηλάτᾰ: ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ ἱππηλάτης, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἱππηλάτα Τυδεὺς Ἰλ. Δ. 387,κτλ, ἴδε ἱππηλάτης.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω), for -άτης: driver of steeds, chariot-fighter, knight.

Greek Monotonic

ἱππηλάτᾰ: ὁ, Επικ. αντί ἱππηλάτης.