ὑπερτιμάω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τιμώ]] υπερβολικά, <i>τινά</i>, σε Σοφ. | |lsmtext='''ὑπερτῑμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[τιμώ]] υπερβολικά, <i>τινά</i>, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερτῑμάω:''' осыпать почестями (τινα Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A honour exceedingly, τινα S.Ant.284, LXX 4 Ma.8.5; prize overmuch, Ph.1.112:—Pass., Luc.JTr.48.
German (Pape)
[Seite 1202] übermäßig schätzen, ehren; Soph. Ant. 284, überschätzen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτῑμάω: τιμῶ ὑπερβαλλόντως, τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
honorer ou estimer particulièrement, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τιμάω.
Greek Monotonic
ὑπερτῑμάω: μέλ. -ήσω, τιμώ υπερβολικά, τινά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτῑμάω: осыпать почестями (τινα Soph.).