ἰσχνοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(5)
(2b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἰσχνοπάρειος:''' -ον ([[παρειά]]), αυτός που έχει [[πολύ]] αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσχνοπάρειος:''' с похудевшими (впалыми) щеками ([[γραῦς]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 13:28, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1272] mit mageren Backen, γραῦς Ep. ad. (App. 336).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοπάρειος: -ον, ἔχων ἰσχνὰς παρειάς, γραῦς Ἀνθ. Π. παράρτ. 336.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues maigres.
Étymologie: ἰσχνός, παρειά.

Greek Monolingual

ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].

Greek Monotonic

ἰσχνοπάρειος: -ον (παρειά), αυτός που έχει πολύ αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνοπάρειος: с похудевшими (впалыми) щеками (γραῦς Anth.).