χρυσάνιος: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρυσάνιος:''' Δωρ. αντί [[χρυσήνιος]]. | |lsmtext='''χρυσάνιος:''' Δωρ. αντί [[χρυσήνιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσάνιος:''' (ᾱ) дор. Pind. = [[χρυσήνιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. for χρυσήνιος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
χρυσάνιος: Δωρ. ἀντὶ χρυσήνιος, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. χρυσήνιος.
English (Slater)
χρῡσᾱνιος
1 with golden reins πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον (sc. Φερσεφόνα: cf. Paus., 9. 23. 3, ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος) fr. 37.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. χρυσήνιος.
Greek Monotonic
χρυσάνιος: Δωρ. αντί χρυσήνιος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσάνιος: (ᾱ) дор. Pind. = χρυσήνιος.