παλινσκοπιά: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παλινσκοπιά:''' ἡ, κοίταγμα [[ξανά]] προς τα [[πίσω]]· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''παλινσκοπιά:''' ἡ, κοίταγμα [[ξανά]] προς τα [[πίσω]]· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινσκοπιά:''' ἡ взгляд назад Eur.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσκοπιά Medium diacritics: παλινσκοπιά Low diacritics: παλινσκοπιά Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: palinskopiá Transliteration B: palinskopia Transliteration C: palinskopia Beta Code: palinskopia/

English (LSJ)

ἡ,

   A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινσκοπιά: ἡ взгляд назад Eur.