χρυσοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, [[χρυσή]] [[πανοπλία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσοτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, [[χρυσή]] [[πανοπλία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοτευχής:''' в сияющих золотом доспехах ([[Ῥῆσος]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A with golden armour, Id.Rh.340.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, mit goldenen Waffen, in goldener Rüstung, Eur. Rhes. 340.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτευχής: -ές, ὁ ἔχων χρυσᾶ τεύχη, χρυσῆν πανοπλίαν, Εὐρ. Ρῆσ. 340.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
revêtu d’une armure d’or.
Étymologie: χρυσός, τεῦχος.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει χρυσά όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τευχής (< τεῦχος «όπλο» < τεύχω «κατασκευάζω, φτειάχνω»), πρβλ. χαλκεο-τευχής].
Greek Monotonic
χρῡσοτευχής: -ές (τεῦχος), αυτός που φέρει χρυσό οπλισμό, χρυσή πανοπλία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοτευχής: в сияющих золотом доспехах (Ῥῆσος Eur.).