πολυόρνιθος: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυόρνῑθος:''' -ον ([[ὄρνις]]), [[πλούσιος]] σε πτηνά, σε Ευρ. | |lsmtext='''πολυόρνῑθος:''' -ον ([[ὄρνις]]), [[πλούσιος]] σε πτηνά, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυόρνῑθος:''' изобилующий птицами ([[αἶα]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A abounding in birds, αἶα E.IT435 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 667] reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόρνῑθος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πτηνά, αἶα Εὐρ. Ι. Τ. 435.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en oiseaux.
Étymologie: πολύς, ὄρνις.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός στον οποίο ζουν πολλά πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄρνις, -ιθος «πτηνό, πουλί»].
Greek Monotonic
πολυόρνῑθος: -ον (ὄρνις), πλούσιος σε πτηνά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυόρνῑθος: изобилующий птицами (αἶα Eur.).