ἐλαχυπτέρυξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(11) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐλαχυπτέρυξ]] ο, η (Α)<br />(για [[δελφίνι]]) αυτός που έχει μικρά πτερύγια. | |mltxt=[[ἐλαχυπτέρυξ]] ο, η (Α)<br />(για [[δελφίνι]]) αυτός που έχει μικρά πτερύγια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐλᾰχυπτέρυξ:''' ῠγος adj. с короткими плавниками ([[δελφίς]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ,
A short-finned, of the dolphin, Id.P.4.17.
German (Pape)
[Seite 792] υγος, kleinflügelig, kurzstössig, Delphin, Pind. P. 4, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰχυπτέρυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μικρὰ πτερύγια, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, Πινδ. Π. 4. 29.
English (Slater)
ἐλᾰχυπτέρυξ
1 with short fins ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων (P. 4.17)
Spanish (DGE)
-υγος de aletas cortasde delfines, Pi.P.4.17.
Greek Monolingual
ἐλαχυπτέρυξ ο, η (Α)
(για δελφίνι) αυτός που έχει μικρά πτερύγια.
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰχυπτέρυξ: ῠγος adj. с короткими плавниками (δελφίς Pind.).