Κυκλωπικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κυκλωπικῶς:''' επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. [[ζῆν]], ζω τραχιά, ακοινώτητη [[ζωή]], σε Αριστ. | |lsmtext='''Κυκλωπικῶς:''' επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. [[ζῆν]], ζω τραχιά, ακοινώτητη [[ζωή]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Κυκλωπικῶς:''' как киклопы, по-киклопски ([[ζῆν]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A like the Cyclopes, Κ. ζῆν to live an unsocial life, Arist.EN1180a28.
Greek (Liddell-Scott)
Κυκλωπικῶς: ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν Κυκλώπων, ὡς Κύκλωψ, Κ. ζῆν, ζῆν βίον ἄγριον καὶ μὴ κοινωνικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13, ἑξ., Ὀδ. Ι. 106 κἑξ., καὶ ἴδε Κυκλώπειος 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Cyclopes.
Étymologie: Κύκλωψ.
Greek Monotonic
Κυκλωπικῶς: επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. ζῆν, ζω τραχιά, ακοινώτητη ζωή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
Κυκλωπικῶς: как киклопы, по-киклопски (ζῆν Arst.).