μηλόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
|lsmtext='''μηλόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλόσπορος:''' усаженный яблоками (Ἑσπερίδων [[ἀκτά]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόσπορος Medium diacritics: μηλόσπορος Low diacritics: μηλόσπορος Capitals: ΜΗΛΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mēlósporos Transliteration B: mēlosporos Transliteration C: milosporos Beta Code: mhlo/sporos

English (LSJ)

ον,

   A set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.

Greek Monolingual

μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].

Greek Monotonic

μηλόσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μηλόσπορος: усаженный яблоками (Ἑσπερίδων ἀκτά Eur.).